1 |
Σε γνωρίζω από την κόψη
|
του σπαθιού την τρομερή,
|
σε γνωρίζω από την όψη
|
που με βία μετράει τη γη.
|
2 |
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
|
των Ελλήνων τα ιερά,
|
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
|
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
|
3 |
Εκεί μέσα εκατοικούσες
|
πικραμένη, εντροπαλή,
|
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
|
“έλα πάλι”, να σου πεί.
|
4 |
'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
|
κι ήταν όλα σιωπηλά,
|
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
|
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
|
5 |
Δυστυχής! Παρηγορία
|
μόνη σού έμενε να λές
|
περασμένα μεγαλεία
|
και διηγώντας τα να κλαις.
|
6 |
Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
|
φιλελεύθερη λαλιά,
|
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
|
από την απελπισιά,
|
7 |
Κι έλεες: “Πότε, α, πότε βγάνω
|
το κεφάλι από τσ' ερμιές;”.
|
Και αποκρίνοντο από πάνω
|
κλάψες, άλυσες, φωνές.
|
8 |
Τότε εσήκωνες το βλέμμα
|
μες στα κλάιματα θολό,
|
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,
|
πλήθος αίμα ελληνικό.
|
9 |
Με τα ρούχα αιματωμένα
|
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
|
να γυρεύεις εις τα ξένα
|
άλλα χέρια δυνατά.
|
10 |
Μοναχή το δρόμο επήρες,
|
εξανάλθες μοναχή·
|
δεν είν' εύκολες οι θύρες
|
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
|
11 |
'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
|
αλλ' ανάσαση καμμιά·
|
άλλος σου έταξε βοήθεια
|
και σε γέλασε φρικτά.
|
12 |
΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου
|
οπού εχαίροντο πολύ,
|
“σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου,
|
σύρε”, έλεγαν οι σκληροί.
|
13 |
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
|
και ολογλήγορο πατεί
|
ή την πέτρα ή το χορτάρι
|
που τη δόξα σού ενθυμεί.
|
14 |
Ταπεινότατη σου γέρνει
|
η τρισάθλια κεφαλή,
|
σαν πτωχού που θυροδέρνει
|
κι είναι βάρος του η ζωή.
|
15 |
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
|
κάθε τέκνο σου με ορμή,
|
πού ακατάπαυστα γυρεύει
|
ή τη νίκη ή τη θανή.
|
16 |
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
|
των Ελλήνων τα ιερά,
|
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
|
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
|
17 |
Μόλις είδε την ορμή σου
|
ο ουρανός που για τσ' εχθρούς
|
εις τη γη τη μητρική σου
|
έτρεφ' άνθια και καρπούς,
|
18 |
εγαλήνεψε· και εχύθει
|
καταχθόνια μια βοή,
|
και του Ρήγα σού απεκρίθη
|
πολεμόκραχτη η φωνή.
|
19 |
΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν
|
χαιρετώντας σε θερμά,
|
και τα στόματα εφωνάξαν
|
όσα αισθάνετο η καρδιά.
|
20 |
Εφωνάξανε ως τ' αστέρια
|
του Ιονίου και τα νησιά,
|
κι εσηκώσανε τα χέρια
|
για να δείξουνε χαρά,
|
21 |
μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο
|
το καθένα τεχνικά,
|
και εις το μέτωπο γραμμένο
|
έχει: “Ψεύτρα Ελευθεριά”.
|
22 |
Γκαρδιακά χαροποιήθει
|
και του Βάσιγκτον η γη,
|
και τα σίδερα ενθυμήθει
|
που την έδεναν κι αυτή.
|
23 |
Απ' τον πύργο του φωνάζει,
|
σα να λέει σε χαιρετώ,
|
και τη χήτη του τινάζει
|
το λιοντάρι το Ισπανό.
|
24 |
Ελαφιάσθη της Αγγλίας
|
το θηρίο, και σέρνει ευθύς
|
κατά τ' άκρα της Ρουσίας
|
τα μουγκρίσματα τσ' οργής.
|
25 |
Εις το κίνημα του δείχνει,
|
πως τα μέλη ειν' δυνατά·
|
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
|
μια σπιθόβολη ματιά.
|
26 |
Σε ξανοίγει από τα νέφη
|
και το μάτι του Αετού,
|
που φτερά και νύχια θρέφει
|
με τα σπλάχνα του Ιταλού·
|
27 |
και σ' εσέ καταγυρμένος,
|
γιατί πάντα σε μισεί,
|
έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος,
|
να σε βλάψει, αν ημπορεί.
|
28 |
΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
|
πάρεξ που θα πρωτοπάς·
|
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
|
στες βρισιές οπού αγρικάς·
|
29 |
σαν το βράχο οπού αφήνει
|
κάθε ακάθαρτο νερό
|
εις τα πόδια του να χύνει
|
ευκολόσβηστον αφρό·
|
30 |
οπού αφήνει ανεμοζάλη
|
και χαλάζι και βροχή
|
να του δέρνουν τη μεγάλη,
|
την αιώνιαν κορυφή.
|
31 |
Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του,
|
οποιανού θέλει βρεθεί
|
στο μαχαίρι σου αποκάτου
|
και σ' εκείνο αντισταθεί.
|
32 |
Το θηρίο π' ανανογιέται
|
πως του λείπουν τα μικρά,
|
περιορίζεται, πετιέται,
|
αίμα ανθρώπινο διψά·
|
33 |
τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
|
τα λαγκάδια, τα βουνά,
|
κι όπου φθάσει, όπου περάσει,
|
φρίκη, θάνατος, ερμιά·
|
34 |
Ερμιά, θάνατος και φρίκη
|
όπου επέρασες κι εσύ·
|
ξίφος έξω από τη θήκη
|
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
|
35 |
Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει
|
της αθλίας Τριπολιτσάς·
|
τώρα τρόμου αστροπελέκι
|
να της ρίψεις πιθυμάς.
|
36 |
Μεγαλόψυχο το μάτι
|
δείχνει πάντα οπώς νικεί,
|
κι ας ειν' άρματα γεμάτη
|
και πολέμιαν χλαλοή.
|
37 |
Σου προβαίνουνε και τρίζουν
|
για να ιδείς πως ειν' πολλά·
|
δεν ακούς που φοβερίζουν
|
άνδρες μύριοι και παιδιά;
|
38 |
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
|
θα σας μείνουνε ανοιχτά.
|
για να κλαύσετε τα σώματα
|
που θε νά 'βρει η συμφορά!
|
39 |
Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
|
του πολέμου αναλαμπή·
|
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
|
λάμπει, κόφτει το σπαθί.
|
40 |
Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη;
|
Λίγα τα αίματα γιατί;
|
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
|
και στο κάστρο ν' ανεβεί.
|
41 |
Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι,
|
οπού φεύγοντας δειλιούν·
|
τα λαβώματα στην πλάτη
|
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
|
42 |
Εκεί μέσα ακαρτερείτε
|
την αφεύγατη φθορά·
|
να, σας φθάνει· αποκριθείτε
|
στης νυκτός τη σκοτεινιά!
|
43 |
Αποκρίνονται και η μάχη
|
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
|
από ράχη εκεί σε ράχη
|
αντιβούιζε φοβερά.
|
44 |
Ακούω κούφια τα τουφέκια,
|
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
|
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
|
ακούω τρίξιμο δοντιών.
|
45 |
Α, τι νύκτα ήταν εκείνη
|
που την τρέμει ο λογισμός!
|
΄Αλλος ύπνος δεν εγίνει
|
πάρεξ θάνατου πικρός.
|
46 |
Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
|
οι κραυγές, η ταραχή,
|
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
|
του πολέμου, και οι καπνοί,
|
47 |
και οι βροντές και το σκοτάδι
|
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
|
επαράσταιναν τον ΄Αδη
|
που ακαρτέρειε τα σκυλιά·
|
48 |
Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνον' ίσκιοι
|
αναρίθμητοι, γυμνοί,
|
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
|
βρέφη ακόμη εις το βυζί.
|
49 |
'Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει,
|
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
|
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
|
τα κρεβάτια τα στερνά.
|
50 |
Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
|
επετιούντο από τη γη,
|
όσοι ειν' άδικα σφαγμένοι
|
από τούρκικην οργή.
|
51 |
Τόσα πέφτουνε τα θερι-
|
σμένα αστάχια εις τους αγρούς·
|
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
|
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.
|
52 |
Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
|
και αναδεύοντο μαζί,
|
ανεβαίνοντας το κάστρο
|
με νεκρώσιμη σιωπή.
|
53 |
'Ετσι χάμου εις την πεδιάδα,
|
μες στο δάσος το πυκνό,
|
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
|
μισοφέγγαρο χλωμό,
|
54 |
εάν οι άνεμοι μες στ' άδεια
|
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
|
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
|
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
|
55 |
Με τα μάτια τους γυρεύουν
|
όπου είν' αίματα πηχτά,
|
και μες στα αίματα χορεύουν
|
με βρυχίσματα βραχνά·
|
56 |
και χορεύοντας μανίζουν
|
εις τους ΄Ελληνες κοντά,
|
και τα στήθια τους εγγίζουν
|
με τα χέρια τα ψυχρά.
|
57 |
Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
|
βαθειά μες στα σωθικά,
|
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
|
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
|
58 |
Τότε αυξαίνει του πολέμου
|
ο χορός τρομακτικά,
|
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
|
στου πελάου τη μοναξιά.
|
59 |
Κτυπούν όλοι απάνου κάτου·
|
κάθε κτύπημα που εβγεί
|
είναι κτύπημα θανάτου
|
χώρις να δευτερωθεί.
|
60 |
Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·
|
λες κι εκείθενε η ψυχή
|
απ' το μίσος που την καίει
|
πολεμάει να πεταχθεί.
|
61 |
Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
|
μες στα στήθια τους αργά,
|
και τα χέρια όπου χουμάνε
|
περισσότερο ειν' γοργά.
|
62 |
Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,
|
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·
|
γι' αυτούς όλους το παν είναι
|
μαζωμένο αντάμα εκεί.
|
63 |
Τόση η μάνητα κι η ζάλη,
|
που στοχάζεσαι μη πως
|
από μία μεριά και απ' άλλη
|
δεν είνει ένας ζωντανός.
|
64 |
Κοίτα χέρια απελπισμένα
|
πώς θερίζουνε ζωές!
|
Χάμου πέφτουνε κομμένα
|
χέρια, πόδια, κεφαλές,
|
65 |
και παλάσκες και σπαθία
|
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
|
και με ολόσχιστα κρανία,
|
σωθικά λαχταριστά.
|
66 |
Προσοχή καμία δεν κάνει
|
κανείς, όχι, εις τη σφαγή·
|
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,
|
φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;
|
67 |
Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο,
|
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
|
Δεν αισθάνονται τον κόπο
|
και λες κι είναι εις την αρχή.
|
68 |
Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
|
και “Αλλά”, εφώναζαν, “Αλλά”,
|
και των Χριστιανών τα χείλη
|
“φωτιά”, εφώναζαν, “φωτιά”.
|
69 |
Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο,
|
πάντα εφώναζαν “φωτιά”,
|
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
|
πάντα σκούζοντας “Αλλά”.
|
70 |
Παντού φόβος και τρομάρα
|
και φωνές και στεναγμοί·
|
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
|
και παντού ξεψυχισμοί.
|
71 |
Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
|
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
|
'Ολοι χάμου εκείτοντ' όλοι
|
εις την τέταρτην αυγή.
|
72 |
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
|
και κυλάει στη λαγκαδιά,
|
και το αθώο χόρτο πίνει
|
αίμα αντίς για τη δροσιά.
|
73 |
Της αυγής δροσάτο αέρι,
|
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
|
στων ψευδόπιστων το αστέρι·
|
φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!
|
74 |
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
|
των Ελλήνων τα ιερά,
|
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
|
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
|
75 |
Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι·
|
δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
|
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
|
εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.
|
76 |
Εις τον ήσυχον αιθέρα
|
τώρα αθώα δεν αντηχεί
|
τα λαλήματα η φλογέρα,
|
τα βελάσματα το αρνί.
|
77 |
Τρέχουν άρματα χιλιάδες
|
σαν το κύμα εις το γιαλό,
|
αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες
|
δεν ψηφούν τον αριθμό.
|
78 |
Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε
|
και ξανάλθετε σε μας·
|
τα παιδιά σας θελ' ιδείτε
|
πόσο μοιάζουνε με σας.
|
79 |
'Ολοι εκείνοι τα φοβούνται
|
και με πάτημα τυφλό
|
εις την Κόρινθο αποκλειούνται
|
κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.
|
80 |
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
|
πείνα και θανατικό,
|
που με σχήμα ενός σκελέθρου
|
περπατούν αντάμα οι δυο·
|
81 |
και πεσμένα εις τα χορτάρια
|
απεθαίνανε παντού
|
τα θλιμμένα απομεινάρια
|
της φυγής και του χαμού.
|
82 |
Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
|
που ότι θέλεις ημπορείς.
|
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
|
ματωμένη περπατείς.
|
83 |
Στη σκια χεροπιασμένες,
|
στη σκια βλέπω κι εγώ
|
κρινοδάχτυλες παρθένες
|
οπού κάνουνε χορό.
|
84 |
Στο χορό γλυκογυρίζουν
|
ωραία μάτια ερωτικά,
|
και εις την αύρα κυματίζουν
|
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.
|
85 |
Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
|
πως ο κόρφος καθεμιάς
|
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
|
γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.
|
86 |
Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,
|
το ποτήρι δεν βαστώ·
|
φιλελεύθερα τραγούδια
|
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.
|
87 |
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
|
των Ελλήνων τα ιερά,
|
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
|
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
|
88 |
Πήγες εις το Μεσολόγγι
|
την ημέρα του Χριστού,
|
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
|
για το τέκνο του Θεού.
|
89 |
Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας
|
η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
|
και το δάκτυλο κινώντας
|
οπού ανεί τον ουρανό,
|
90 |
“σ' αυτό”, εφώναξε, “το χώμα
|
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!”.
|
Και φιλώντας σου το στόμα
|
μπαίνει μες στην εκκλησιά.
|
91 |
Εις την τράπεζα σιμώνει,
|
και το σύγνεφο το αχνό
|
γύρω γύρω της πυκνώνει
|
που σκορπάει το θυμιατό.
|
92 |
Αγρικάει την ψαλμωδία
|
οπού εδίδαξεν αυτή·
|
βλέπει τη φωταγωγία
|
στους Αγίους εμπρός χυτή.
|
93 |
Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν
|
με πολλή ποδοβολή,
|
κι άρματ', άρματα ταράζουν;
|
Επετάχτηκες εσύ!
|
94 |
Α, το φως που σε στολίζει,
|
σαν ηλίου φεγγοβολή,
|
και μακρίθεν σπινθηρίζει,
|
δεν είναι, όχι, από τη γη.
|
95 |
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
|
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
|
φως το χέρι, φως το πόδι,
|
κι όλα γύρω σου είναι φως.
|
96 |
Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
|
τρία πατήματα πατάς,
|
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
|
κι εις το τέταρτο κτυπάς.
|
97 |
Με φωνή που καταπείθει
|
προχωρώντας ομιλείς:
|
“Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη,
|
ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.
|
98 |
Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε:
|
"Εγώ ειμ' 'Αλφα, Ωμέγα εγώ·
|
πέστε, που θ' αποκρυφθείτε
|
εσείς όλοι, αν οργισθώ;
|
99 |
Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
|
που, μ' αυτήν αν συγκριθεί
|
κείνη η κάτω οπού σας έχω,
|
σαν δροσιά θέλει βρεθεί.
|
100 |
Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
|
τόπους άμετρα υψηλούς,
|
χώρες, όρη από τη ρίζα,
|
ζώα και δέντρα και θνητούς.
|
101 |
Και το παν το κατακαίει,
|
και δεν σώζεται πνοή,
|
πάρεξ του άνεμου που πνέει
|
μες στη στάχτη τη λεπτή"”.
|
102 |
Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
|
Του θυμού Του εισ' αδελφή;
|
Ποιος είν' άξιος να νικήσει
|
ή με σε να μετρηθεί;
|
103 |
Η γη αισθάνεται την τόση
|
του χεριού σου ανδραγαθιά,
|
που όλην θέλει θανατώσει
|
τη μισόχριστη σπορά.
|
104 |
Την αισθάνονται και αφρίζουν
|
τα νερά, και τ' αγρικώ
|
δυνατά να μουρμουρίζουν
|
σαν ρυάζετο θηριό.
|
105 |
Κακορίζικοι, πού πάτε
|
του Αχελώου μες στη ροή
|
και πιδέξια πολεμάτε
|
από την καταδρομή
|
106 |
να αποφύγετε; Το κύμα
|
έγινε όλο φουσκωτό·
|
εκεί ευρήκατε το μνήμα
|
πριν να ευρείτε αφανισμό.
|
107 |
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
|
κάθε λάρυγγας εχθρού,
|
και το ρεύμα γαργαρίζει
|
τες βλασφήμιες του θυμού.
|
108 |
Σφαλερά τετραποδίζουν
|
πλήθος άλογα, και ορθά
|
τρομασμένα χλιμιντρίζουν
|
και πατούν εις τα κορμιά.
|
109 |
Ποίος στο σύντροφον απλώνει
|
χέρι, ωσάν να βοηθηθεί·
|
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει
|
όσο που να νεκρωθεί.
|
110 |
Κεφαλές απελπισμένες,
|
με τα μάτια πεταχτά,
|
κατά τ' άστρα σηκωμένες
|
για την ύστερη φορά.
|
111 |
Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη
|
του Αχελώου νεροσυρμή-
|
το χλιμίντρισμα και οι κρότοι
|
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.
|
112 |
Έτσι ν' άκουα να βουίξει
|
τον βαθύν Ωκεανό,
|
και στο κύμα του να πνίξει
|
κάθε σπέρμα αγαρηνό!
|
113 |
Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία
|
μες στους λόφους τους επτά,
|
όλα τ' άψυχα κορμία,
|
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
|
114 |
σωριασμένα να τα σπρώξει
|
η κατάρα του Θεού,
|
κι απ' εκεί να τα μαζώξει
|
ο αδελφός του Φεγγαριού.
|
115 |
Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,
|
κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
|
μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει
|
μεταξύ τους και ας μετρά.
|
116 |
Ένα λείψανο ανεβαίνει
|
τεντωτό, πιστομητό,
|
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
|
και δεν φαίνεται, και πλιο
|
117 |
και χειρότερα αγριεύει
|
και φουσκώνει ο ποταμός·
|
πάντα, πάντα περισσεύει·
|
πολύ φλοίσβισμα και αφρός.
|
118 |
Α, γιατί δεν έχω τώρα
|
τη φωνή του Μωυσή;
|
Μεγαλόφωνα την ώρα
|
οπού εσβιούντο οι μισητοί,
|
119 |
το Θεόν ευχαριστούσε
|
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
|
και τα λόγια ηχολογούσε
|
αναρίθμητος λαός.
|
120 |
Ακλουθάει την αρμονία
|
η αδελφή του Ααρών,
|
η προφήτισσα Μαρία,
|
μ' ένα τύμπανο τερπνόν
|
121 |
και πηδούν όλες οι κόρες
|
με τσ' αγκάλες ανοικτές,
|
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
|
με τα τύμπανα κι εκειές.
|
122 |
Σε γνωρίζω από την κόψη
|
του σπαθιού την τρομερή,
|
σε γνωρίζω από την όψη
|
που με βία μετράει τη γη.
|
123 |
Εις αυτήν, είν' ξακουσμένο,
|
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·
|
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
|
και το πέλαγο για σε.
|
124 |
Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
|
κύματ' άπειρα εις τη γη,
|
με τα οποία την περιζώνει,
|
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.
|
125 |
Με βρυχίσματα σαλεύει
|
που τρομάζει η ακοή·
|
κάθε ξύλο κινδυνεύει
|
και λιμνιώνα αναζητεί.
|
126 |
Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
|
και το λάμψιμο του ηλιού,
|
και τα χρώματα αναδίνει
|
του γλαυκότατου ουρανού.
|
127 |
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,
|
στην ξηράν εσύ ποτέ·
|
όμως όχι δεν είν' ξένο
|
και το πέλαγο για σέ.
|
128 |
Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
|
και σαν λόγγος στριμωχτά
|
τα τρεχούμενα κατάρτια,
|
τα ολοφούσκωτα πανιά.
|
129 |
Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
|
και αγκαλά δεν είν' πολλές,
|
πολεμώντας, άλλα διώχνεις,
|
άλλα παίρνεις, άλλα καις.
|
130 |
Μ' επιθυμία να τηράζεις
|
δύο μεγάλα σε θωρώ,
|
και θανάσιμον τινάζεις
|
εναντίον τους κεραυνό.
|
131 |
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,
|
και σηκώνει μια βροντή,
|
και το πέλαο χρωματίζει
|
με αιματόχροη βαφή.
|
132 |
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι
|
και δεν μνέσκει ένα κορμί·
|
χαίρου, σκιά του Πατριάρχη,
|
που σε πέταξαν εκεί.
|
133 |
Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
|
με τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,
|
και τους έτρεμαν τα χείλη
|
δίνοντάς τα εις το φιλί.
|
134 |
Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε
|
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
|
και το χέρι οπού εφιλήστε
|
πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.
|
135 |
'Ολοι κλαψτε· αποθαμένος
|
ο αρχηγός της Εκκλησιάς·
|
κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος
|
ωσάν να 'τανε φονιάς!
|
136 |
'Εχει ολάνοικτο το στόμα
|
π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
|
τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα·
|
λες πως θε να ξαναβγεί
|
137 |
η κατάρα που είχε αφήσει,
|
λίγο πριν να αδικηθεί,
|
εις οποίον δεν πολεμήσει
|
και ημπορεί να πολεμεί.
|
138 |
Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
|
εις το πέλαγο, εις τη γη,
|
και μουγκρίζοντας ανάβει
|
την αιώνιαν αστραπή.
|
139 |
Η καρδιά συχνοσπαράζει.
|
Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
|
να σωπάσω με προστάζει
|
με το δάκτυλο η θεά.
|
140 |
Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
|
τρεις φορές μ' ανησυχιά·
|
προσηλώνεται κατόπι
|
στην Ελλάδα, και αρχινά:
|
141 |
“Παλληκάρια μου, οι πολέμοι
|
για σας όλοι είναι χαρά,
|
και το γόνα σας δεν τρέμει
|
στους κινδύνους εμπροστά.
|
142 |
Απ' εσάς απομακραίνει
|
κάθε δύναμη εχθρική,
|
αλλά ανίκητη μια μένει
|
που τες δάφνες σας μαδεί.
|
143 |
Μία, που όταν ωσάν λύκοι
|
ξαναρχόστενε ζεστοί,
|
κουρασμένοι από τη νίκη,
|
αχ, το νου σάς τυραννεί.
|
144 |
Η Διχόνοια που βαστάει
|
ένα σκήπτρο η δολερή
|
καθενός χαμογελάει,
|
"πάρ' το", λέγοντας, "και συ".
|
145 |
Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
|
έχει αλήθεια ωραία θωριά·
|
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
|
εισέ δάκρυα θλιβερά.
|
146 |
Από στόμα οπού φθονάει,
|
παλληκάρια, ας μην πωθεί,
|
πως το χέρι σας κτυπάει
|
του αδελφού την κεφαλή.
|
147 |
Μην ειπούν στο στοχασμό τους
|
τα ξένη έθνη αληθινά:
|
"Εάν μισούνται ανάμεσό τους
|
δεν τους πρέπει ελευθεριά".
|
148 |
Τέτοια αφήστενε φροντίδα·
|
όλο το αίμα οπού χυθεί
|
για θρησκεία και για πατρίδα
|
όμοιαν έχει την τιμή.
|
149 |
Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
|
για πατρίδα, για θρησκειά,
|
σας ορκίζω, αγκαλισθείτε
|
σαν αδέλφια γκαρδιακά.
|
150 |
Πόσο λείπει, στοχασθείτε,
|
πόσο ακόμη να παρθεί·
|
πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,
|
πάντα εσάς θ' ακολουθεί.
|
151 |
Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία,
|
καταστήστε ένα Σταυρό
|
και φωνάξετε με μία:
|
"Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!
|
152 |
Το σημείον που προσκυνάτε
|
είναι τούτο, και γι' αυτό
|
ματωμένους μας κοιτάτε
|
στον αγώνα το σκληρό.
|
153 |
Ακατάπαυστα το βρίζουν
|
τα σκυλιά και το πατούν
|
και τα τέκνα του αφανίζουν,
|
και την πίστη αναγελούν.
|
154 |
Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
|
αίμα αθώο χριστιανικό,
|
που φωνάζει από τα βάθη
|
της νυκτός: Να εκδικηθώ.
|
155 |
Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
|
του Θεού, τέτοια φωνή;
|
Τώρα επέρασαν αιώνες
|
και δεν έπαυσε στιγμή.
|
156 |
Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος
|
σαν του Άβελ καταβοά·
|
δεν ειν' φύσημα του αέρος
|
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
|
157 |
Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε
|
να αποκτήσομεν εμείς
|
λευθεριάν, ή θα την λύστε
|
εξ αιτίας πολιτικής;
|
158 |
Τούτο ανίσως μελετάτε
|
ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
|
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,
|
και κτυπήσετε κι εδώ!"”.
Πηγή: filosofia.itgo.com |
Ad24 Διαφημίσεις στο blog σου
Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011
ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου