Ο Κώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 – 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το απόγευμα της 21ης Ιουλίου 1928. Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Η ποίησή του διδάσκεται σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού. Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, πραγματοποιήθηκαν δε δεκάδες ειδικά συνέδρια.
Παιδική και εφηβική ηλικία
Γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας το έτος 1896. Ήταν δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεώργιου Καρυωτάκη, με καταγωγή από τη Συκιά Κορινθίας, και της Αικατερίνης Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Στο σπίτι της γεννήθηκε ο ποιητής και εκεί σήμερα στεγάζεται η διοίκηση του εκεί Πανεπιστημίου. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που παντρεύτηκε το δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος. Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, τηνΚαλαμάτα, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913 λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του. Στην εφηβική του ηλικία 1909-1911 βρέθηκε στην Αθήνα και από το 1911-1913 στα Χανιά. Εκεί ερωτεύτηκε την Άννα Σκορδύλη. Αποφοίτησε το 1913 από το 1ο Γυμνάσιο Χανίων με βαθμό «λίαν καλώς». Από νεαρή ηλικία, περίπου δεκαέξι ετών, δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των παίδων.
Φοιτητής Νομικής στην Αθήνα
Το 1914 ο Κώστας Kαρυωτάκης μετέβη στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Το 1916, φοιτητής στο Β΄ έτος Νομικής, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες όπως η Ακρόπολη. Το 1917 ο πατέρας του απολύθηκε από το δημόσιο ως αντιβενιζελικός.
Επαγγελματική καριέρα ως δικηγόρος
Το 1917 ο Καρυωτάκης πήρε το πτυχίο Νομικής με βαθμό "λίαν καλώς". Το 1918 επισκέφθηκε τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη όπου έμεναν. Το 1919 επιστρατεύθηκε αλλά πήρε ολιγόμηνη αναβολή λόγω υγείας. Το ίδιο έτος έλαβε άδεια δικηγόρου και διορίσθηκε υπουργικός γραμματέας Α’ στη Θεσσαλονίκη, προφανώς για να είναι κοντά στους γονείς του.
Στις 9 Μαρτίου 1919 έστειλε εξώδικο στο περιοδικό «Νουμάς» γιατί δεν του δημοσίευσε κριτική – ανακοίνωση για την ποιητική του συλλογή "Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων" (φωτοτυπία διαθέσιμη).
Εξώδικος Πρόσκληση δικηγόρου Καρυωτάκη (1919)
Το 1923 διορίστηκε στο Υπουργείο Υγιεινής Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως, όπου επέδειξε σημαντικό έργο πρότασης νόμων που αφορούν τη δημόσια υγεία. Όμως τίποτε δεν υλοποιήθηκε γιατί ξέσπασε η δικτατορία του Πάγκαλου. Το 1926 ταξίδεψε στη Ρουμανία. Το 1927 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες». Το 1928 αποσπάσθηκε στην Πάτρα, αλλά αμέσως έφυγε για ταξίδι στο Παρίσι και μετά την επιστροφή του μετατέθηκε στη Νομαρχία Πρέβεζας. Για ένα διάστημα ο Καρυωτάκης επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ, μετά την οριστική απαλλαγή του από τον ελληνικό στρατό (παρουσιάσθηκε μόνο για λίγες μέρες), τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Στο τέλος για ν' αποφύγει τις μεταθέσεις απ' τη μια νομαρχία στην άλλη, μεταπήδησε στο Υπουργείο Πρόνοιας και μάλιστα στην κεντρική του υπηρεσία, στην Αθήνα. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων, δημοσιεύτηκε το 1919. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικού περιεχομένου περιοδικό Η Γάμπα, του οποίου η δημοσίευση όμως απαγορεύτηκε μετά από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902-1930). Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες. Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην πόλη της Πάτρας και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα.
Η σχέση του με τη Μαρία Πολυδούρη
Η επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη το 1920 σε δημόσια υπηρεσία της Αθήνας όπου αμφότεροι εργάζονταν προσωρινά, και τον ερωτεύτηκε. Έχει γράψει σε επιστολή της σε κάποια φίλη της το εξής ιστορικό για τον Καρυωτάκη: «Στο κάτω-κάτω εγώ αγάπησα έναν ποιητή. Δεν αγάπησα έναν ήρωα. Αν ήθελα ήρωα, θα αγαπούσα τον Ανδρούτσο». Άλλη πληροφορία επίσης αναφέρει ότι η Μαρία Πολυδούρη τού είχε προτείνει γάμο, αλλά αυτός αρνήθηκε με τη δικαιολογία ότι «πάσχει από ανίατο αφροδίσιο νόσημα και δεν θέλει να πάρει στο λαιμό του καμιά γυναίκα». Αυτό, φαίνεται να ευσταθεί πλήρως, δεδομένου ότι έγραψε και το σχετικό ποίημα «Ωχρά Σπειροχαίτη», που είναι το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη.
Στην Πρέβεζα
Ο Κώστας Καρυωτάκης έφτασε στην Πρέβεζα με καράβι στις 18 Ιουνίου 1928, μετά από δυσμενή μετάθεση. Η θέση εργασίας του ήταν στη Νομαρχία Πρεβέζης, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, στο κτήριο Πάλιου, της οδού Σπηλιάδου 10. Ο Καρυωτάκης ως δικηγόρος της Νομαρχίας, είχε στα καθήκοντά του τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Η τότε Νομαρχία Πρέβεζας στεγαζόταν σε ένα διώροφο μεγάλο «επιβλητικό» κτήριο με κήπο στην οδό Σπηλιάδου 10, ιδιοκτησίας Πάλιου, που έχει γκρεμισθεί και εκεί ανηγέρθησαν δύο συνεχόμενες πολυκατοικίες. Το σπίτι που νοίκιασε και έμεινε τις τελευταίες μέρες της ζωής του το 1928, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ.
Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα
Διατηρείται ακόμα ανέπαφο, υπάρχει αναμνηστική πλάκα, και κατοικούταν τη δεκαετία του '90 από την κυρία Λελόβα, κόρη της κυρίας Πηνελόπης Λυγκούρη, σπιτονοικοκυράς του Καρυωτάκη η οποία έχει πεθάνει και σήμερα κατοικείται από άλλους απογόνους. Η σπιτονοικοκυρά του Καρυωτάκη, Πηνελόπη Λυγκούρη, νεαρή κοπέλα το 1928, δήλωσε στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «στο σπίτι ο Καρυωτάκης δεν είχε καθόλου βιβλία, παρά μόνο χειρόγραφα δικά του, τα οποία μετά το θάνατό του δεν ήξερε ότι ήταν ποιήματα και τα πέταξε»!!!. Επίσης δήλωσε ότι "Είχε τρία κουστούμια γαλλικά, που αγόρασε στο Παρίσι και ήταν πάντα άψογα ντυμένος με γραβάτα". Λέγεται προφορικά, ότι "ο Καρυωτάκης ήρθε σε ρήξη με τον τότε Νομάρχη, ο οποίος πιθανώς χρηματιζόταν με λίρες Μικρασιατών στο θέμα της μη ισότιμης και δίκαιης παροχής αγροτεμαχίων".
Οι τελευταίες στιγμές και η αυτοκτονία
Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός, στο βαθύ Πρέβεζας (1928)
Στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού, ο δήμαρχος Πρέβεζας τη διετία 1977-1978,Ηρακλής Ντούσιας, περιέγραψε ότι, δύο ώρες προ της αυτοκτονίας του, περί τις 2.30 μ.μ., ο Καρυωτάκης πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στη θέση Βρυσούλα, ιδιοκτησίας τότε Νιόνιου Καλλίνικου, όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής τού άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5 δρχ. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί (τετράδιο) όπου έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του και διασώθηκαν. Στο τέλος των σημειώσεων αυτών έγραψε μεταξύ των άλλων:«Συνιστώ σε όσους σκοπεύουν να αυτοκτονήσουν, να αποφύγουν τη μέθοδο του πνιγμού, εάν γνωρίζουν καλό κολύμπι. Εγώ ταλαιπωρήθηκα στη θάλασσα 10 ώρες και δεν κατάφερα τίποτα!». Ο γιος του οπλοπώλη Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, πολιτικός μηχανικός ΤΕ, δηλώνει στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «την προηγουμένη ημέρα τής αυτοκτονίας ο Καρυωτάκης αγόρασε από το κατάστημα του πατέρα του ένα περίστροφο, με το οποίο επέστρεψε σε λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια». Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν.
Το πιστόλι Pieper Bayard με το οποίο αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης
Το περίστροφο αυτό είναι τύπου Pieper Bayard 9mm, παραχωρήθηκε από τους απογόνους της οικογένειας Καρυωτάκη και εκτίθεται από το 2003 στο «Μουσείο Μπενάκη» στην Αθήνα (κτίριο Α, Βασ. Σοφίας). Τελικά, στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει:«Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».
Η τελευταία επιστολή
Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής: «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ. Καρυωτάκης). Ακόμα και σήμερα υπάρχουν απορίες και αντιθέσεις στην ερμηνεία αυτής της επιστολής.
Άλλες απόψεις για τα αίτια της αυτοκτονίας
Ένας λόγος που φαίνεται να ώθησε τον Καρυωτάκη στην αυτοκτονία είναι και η σύφιλη από την οποία πιθανολογείται ότι έπασχε. Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος διέθετε το μεγαλύτερο αρχείο για τους Νεοέλληνες Λογοτέχνες, ερχόμενος σε επαφή με φίλους και συγγενείς του ποιητή, αποκάλυψε ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός, και, μάλιστα, ο αδελφός του, Θανάσης Καρυωτάκης, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια. Ο Γιώργος Μακρίδης, στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, διατυπώνει την άποψη ότι "ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όχι πιεζόμενος από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά φοβούμενος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη". Θέλοντας, μάλιστα, να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του, τονίζει ότι "δεν είναι δυνατόν ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του".
Η Εφημερίδα Εμπρός αναγγέλει το θάνατο του Καρυωτάκη
Σύμφωνα με τον σύγχρονο ορισμό της κλινικής κατάθλιψης, ο ποιητής είναι βέβαιο ότι έπασχε απο τη νόσο. Το έργο, πολύ πρίν μάθει οτι πάσχει απο σύφιλη το καλοκαίρι του 1922, η ζωή και ο θάνατος του συνιστούν ακράδαντες αποδείξεις για αυτό. Το πως η πρώτη νόσος ουσιαστικά τον οδήγησε στη δεύτερη, περιγράφεται στο τελευταίο του σημείωμα.
Ο ρόλος που ενδεχομένως έπαιξε η γυναίκα και ο έρωτας στην αυτοκτονία του Καρυωτάκη δεν αναφέρεται ούτε ως υπαινιγμός στο τελευταίο του σημείωμα, αλλά δεν πρέπει να αγνοηθεί. Η ωραία και χειραφετημένη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη τον είχε ερωτευθεί και αυτός φάνηκε να ανταποκρίνεται. Κατά την Πολυδούρη μάλιστα ήταν εκείνος που πρώτος εξομολογήθηκε τον έρωτά του. Του πρότεινε να παντρευτούν, μα εκείνος δεν θέλησε. Εκείνη το απέδωσε στο χρόνιο αφροδίσιο νόσημα από το οποίο έπασχε. Μαρτυρία του φίλου του Χ. Σακελλαριάδη, αλλά και το ημερολόγιο της Πολυδούρη, δείχνουν πως δεν είχαν οι δυο τους ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις, αν και είχε ερωτικές επαφές με κοινές γυναίκες. Όπως παρατηρεί ο καθηγητής της Ψυχιατρικής Πέτρος Χαρτοκόλλης, «ήταν περισσότερο η αδυναμία ν΄αγαπήσει η αιτία που τον ώθησε στην αυτοκτονία παρά η στέρηση της γυναικείας αγάπης. » Και συνεχίζει, «Το πρόβλημα του Καρυωτάκη ήταν ότι δεν μπορούσε να αγαπήσει τις γυναίκες που μπορούσαν να τον αγαπήσουν. Έχοντας μια πολύ κακήν ιδέα για τον ευατό του την προέβαλλε στους άλλους-πολύ εύκολο για την φθονερή πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσε-πλάθοντας για τον ευατό του μια ψεύτικη εικόνα ανωτερότητας, που κατέρρεε όταν μια γυναίκα τον απέρριπτε, ενώ τον έκανε να χάνει την εκτίμησή του, για μια γυναίκα που, σαν την Πολυδούρη, μπορούσε να τον αγαπήσει».
Λογοτεχνικό έργο
«Αισιοδοξία», χειρόγραφο του Κώστα Καρυωτάκη
Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ έδωσε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών, όπως του Φρανσουά Βιγιόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου